- διαπλασμός
- δια-πλασμός, ὁ,A v.l. for διάπλασις, Placit.1.3.18.2 massage of infants, Sor.1.101.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαπλασμοῦ — διαπλασμός massage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπλασμόν — διαπλασμός massage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)